- ἀταρίχευτος
- ἀτᾰρίχευτος [ῑ], ον,A not desiccated, Arist.Pr.926a35; not salted, Gal.12.321.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αταρίχευτος — η, ο (Α ἀταρίχευτος, ον) αυτός που δεν τον έχουν ταριχεύσει ή παστώσει νεοελλ. (για νεκρούς) αυτός που δεν τον έχουν διατηρήσει με ταρίχευση, ο αβαλσάμωτος … Dictionary of Greek
αταρίχευτος — η, ο αυτός που δεν ταριχεύτηκε, δε βαλσαμώθηκε: Δεν μπορούσαν ν αφήσουν το νεκρό αταρίχευτο, αφού θα τον μετέφεραν για ταφή στη γενέτειρά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀταριχεύτου — ἀταρίχευτος not desiccated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταριχεύτων — ἀταρίχευτος not desiccated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαλσάμωτος — η, ο [βαλσαμώνω] ο μη βαλσαμωμένος, αταρίχευτος … Dictionary of Greek